πλεκτική

πλεκτική
Η τέχνη, η βιομηχανία μετατροπής νημάτων σε πλεκτά είδη. Για την π. με το χέρι χρησιμοποιούνται βελόνες, διαφόρων μεγεθών, κατασκευασμένες από σίδερο, χάλυβα ή κόκκαλο. Τα περισσότερα πλεκτά είδη κατασκευάζονται τώρα από πλεκτικές μηχανές, που χρησιμοποιούν διαφόρων ειδών κλωστές. Η ιστορία της π. δεν είναι γνωστή. Η π. πάντως με το χέρι, φαίνεται ότι τελειοποιήθηκε κατά τα τέλη του 1400. Στα μέσα του 16ου αι. εξάλλου ήταν πολύ διαδεδομένη στην Αγγλία. Η π. μηχανή εφευρέθηκε το 1589 από τον Γουίλιαμ Λι, κληρικό στο Νότιγχαμ της Αγγλίας. Ήταν αποκλειστικά πλεκτομηχανή καλτσών, που βελτιώθηκε στα μεταγενέστερα χρόνια και αποτέλεσε την αφετηρία για την κατασκευή των σύγχρονων μηχανών. Πλέξιμο μάλλινων ενδυμάτων στο χέρι με ειδικές μεταλλικές βελόνες (φωτ. ΑΠΕ). Τα πλεκτά έτοιμα ενδύματα κατασκευάζονται σήμερα από πλεκτικές μηχανές. Εδώ πλεκτή μπλούζα στολισμένη με πούλιες σε παράσταση κολεξιόν στο Παρίσι (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλεκτικῇ — πλεκτικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτική — πλεκτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • καλάμι — Κοινή ονομασία του βοτανικού είδους αρούνδος ο δόναξ, της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Είναι φυτό πολυετές, με ρίζωμα που σύρεται και βλαστό (καλάμι) κοίλο, διαμέτρου 3 6 εκ. και ύψους 3 7 μ., στην κορυφή του οποίου εμφανίζεται… …   Dictionary of Greek

  • λινάρι — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Linum, της οικογένειας των λινιδών, της τάξης των γερανιιδών. Το γένος αυτό περιλαμβάνει περίπου 230 είδη. Πρόκειται για ποώδη, ασιατικής καταγωγής φυτά, μονοετή ή πολυετή, ανάλογα με την περιοχή όπου …   Dictionary of Greek

  • πλεκτικός — ή, ό / πλεκτικός, ή, όν, ΝΑ, πλεχτικός, ή, ό, Ν [πλεκτός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλέξιμο ή αυτός που ασχολείται με το πλέξιμο 2. το θηλ. ως ουσ. η πλεκτική η τέχνη τής κατασκευής πλεκτών ειδών, τής μετατροπής τών νημάτων σε πλεκτά… …   Dictionary of Greek

  • πλεκτός — ή, ό / πλεκτός, ή, όν, ΝΑ, και πλεχτός Ν [πλέκω]Μ αυτός που κατασκευάζεται με πλέξιμο (α. «πλεκτό καλάθι» β. «ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνὴ διπλοῡν ἔπος, πλεκταῑσιν ἀρτάναισι λωβᾱται βίον», Σοφ.) νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η πλεκτή ναυτ. είδος πλέγματος… …   Dictionary of Greek

  • σπαρτοπλεκτική — η, Ν η τέχνη τής κατασκευής σχοινιών και καλαθιών από κλώνους σπάρτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάρτο + πλεκτική] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Παλαούν — Λαός της Βιρμανίας που κατοικεί στα νότια του ποταμού Σουέλι. Αυτοαποκαλούνται Τάαν, Κατούρ, Μπράο, Ριάν κλπ. Είναι απόγονοι αρχαιότατου πληθυσμού της Xερσονήσου της Ινδοκίνας και η γλώσσα τους ανήκει στον βορειοανατολικό κλάδο των γλωσσών Μον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”